-
1 ὑπερφρονέω
A to be over-proud, have high thoughts,μηδ' ὑπερφρόνει A.Ag. 1039
, cf. Plb.6.18.7;μὴ ὑ. παρ' ὃ δεῖ φρονεῖν, ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν Ep.Rom.12.3
: c. dat. modi, to be proud in or of a thing,πλούτῳ Hdt.1.199
;τὸν λόγον, ᾧ ὑπερπεφρόνηκας Pl. Alc.1.104a
.2 c. acc., overlook, look down upon, despise,ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα A.Pers. 825
;τοὺς θεούς Ar.Nu. 226
;πέφυκε ἄνθρωπος τὸ.. θεραπεῦον ὑπερφρονεῖν Th.3.39
; ἑτέρους Aristeas 122:—[voice] Pass., to be despised,ὑπὸ τῶν εὐπραγούντων Th.6.16
.3 c. gen., think slightly of, ;τῶν καθεστώτων νόμων Ar.Nu. 1400
;τοῦ ἐπιτηδεύματος Pl.Phdr. 258b
.II surpass in knowledge, ὑ. ἱστορίᾳ τὸν δῆμον (v.l. for περιφρ-) Aeschin.1.141: c. acc. cogn., πάντα ὑ. excel in all wisdom, Hp.Ep.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερφρονέω
См. также в других словарях:
υπερφρονώ — έω, ΜΑ [ὑπέρφρων, ονος] 1. λόγω τής αλαζονείας μου δεν δίνω αρκετή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, υποτιμώ (α. «θεοῡ λόγος... οὐδὲ τὸ οἰκετικὸν γένος ὑπερφρονῶν τῆς κλήσεως», Ευσ. β. «ὑπερφρονήσας τὸν παρόντα δαίμονα», Αισχύλ.) 2. υπερέχω, ξεπερνώ… … Dictionary of Greek